row, column, line θεΜψ ζ
columnist (in newspaper, etc.) αΜΗςΗμ-θεΜψ
army private θεΜψΗΰι ζ
private first-class θεΜψΗΰι ψΔΰωΡεΙο
corporal ψΗα-θεΜψΗΰι
hoe θεΜψΔιΜΘδ (θεψιιδ) π
carnivore, meat eating animal θεΙψΕσ ϊε"ζ
spleen θΐηεΙμ ζ
ground, grinded θΘηεΜο ϊ
To grind ground wheat (to beat a dead horse). μΔθΐηΙο χΖξΗη θΘηεΜο.
hemorrhoids θΐηεΙψΔιν ζ"ψ
grinding, crushing θΐηΔιπΘδ π
to grind, crush θΘηΗο τς [θ.η.ο., ςξ' 186] {ψΰδ βν: πΔθΐηΗο}
mill θΗηΒπΘδ π
water-mill θΗηΒπΗϊ-ξΗιΔν
windmill θΗηΒπΗϊ-ψεΜηΗ
To tilt at windmills. μΐδΔμΜΘηΕν αΜΐθΗηΒπεΙϊ-ψεΜηΗ.
1. quality, character
2. type, kind
θΔια ζ
tiger θΔιβΐψΔιρ, θΔβΐψΕρ ζ
1. plastering
2. covering-up
θΔιΜεΜηΗ ζ
draft, copy θΐιεΜθΘδ π
walk, excursion θΔιΜεΜμ ζ
plaster θΔιηΗ ζ
plasterer θΗιΜΘη (θιιη) ζ
1. to plaster
2. to cover-up
θΔιΜΕηΗ (θιιη) τι [θ.ι.η., ςξ' 186]
1. was plastered
2. was covered-up
θΛιΜΗη (θειη) τε [θ.ι.η., ςξ' 186] {ψΰδ βν: δΕθΔιηΗ, δεΜθΗη}
plastering θΗιΜΘηεΜϊ (θιιηεϊ) π
mud, mire, clay θΔιθ ζ
to take a walk, tour around θΔιΜΕμ (θιιμ) τι [θ.ι.μ., ςξ' 187]
missile, rocket θΔιμ ζ
ground-to-ground missile θΔιμΕι χΗψΐχΗς-χΗψΐχΗς
promenade θΗιΜΖμΖϊ (θιιμϊ) π
silt, mud θΔιο ζ
pilot θΗιΜΘρ (θιιρ) ζ
aviation θΗιΔρ ζ
flight θΔιρΘδ π
flight number ξΔρΐτΜΗψ-δΗθΜΔιρΘδ
air formation, squadron θΗιΜΖρΖϊ (θιιρϊ) π
typhus θΔιτεΜρ ζ
type, kind, sort θΔιτΜεΜρ ζ
typical θΔιτΜεΜρΔι ϊ